χρησιμο λεξικο για νεοσυλλεκτους Νεοσύλλεκτος: Νέος, γιόκας, νιάτο, νέοψ (και νέοπας), νεούδι, ψάρι, ψάρακλας, κωλόψαρο, ψαροκασσέλα, στραβάδι, γκαβάδι, ποντίκι, αρουραίος, αρούρι, σκούϊζ, γκάου/μπίου, κομμάντο γράσσο, στραβόγιαννος κ.λπ.
Μόγγολος: Οδηγός της αεροπορίας
Μοδίστρα: Σμηνίτης
877 Λ.Μ.Κ. :877 Λάθος Μονάδα Κατάταξης
Kοντοσείρι: Όταν δύο οι περισσότεροι φαντάροι κατατάσσονται με λίγους μήνες διαφορά, σε κοντινή δηλαδή σειρά, αποκαλούν ο ένας τον άλλο κοντοσείρι
Τ.Α.Π.Α.: Του Αγίου Π...ου Ανήμερα. Συνήθως αναφέρεται στην ημέρα απόλυσης. (Απολύομαι ΤΑΠΑ)
Κουβαρίστρας: Διαβιβαστής
Λ.Δ.: Λόχος Διαλύσεως
Λ.Η.Μ.Ν.Ο.Σ.: Λάθος Ήταν Μάνα μου Να Ορκιστώ Στρατιώτης/Σμηνίτης
Λ.Υ.Β.:Λούφα Ύπνος Βόλτα ή Λόχος Υπέρ Βυσμάτων
DJ: Ο πλύντης δίσκων φαγητού
Paybook:Το Ατομικό Βιβλιάριο Μεταβολών και Εκπαίδευσης στην καθουμιλουμένη
Ακάλυπτος:Καμία σχέση με την τηλεοπτική σειρά. Αναφέρεται σε όσους φαντάρους κυκλοφορούν χωρίς μπερά, δίκοχο ή πηλίκιο.
Α.Μ.:Αυτού Μεγαλειότης (σπάνια), Ανοιξε Μαλ... (συνηθέστερα)
Ροζα(λία): Το απολυτήριο
Σ.Ε.A.Π.: Σήμερα Έρχεσαι Αύριο Πεθαίνεις
Σ.Ε.Υ.: Σμήνος Ευαίσθητων Υπάρξεων
Αγγαριομάχος:Ο στρατεύσιμος για όλες τις δουλείες. Έχει ανάγει την αγγαρία σε επιστήμη και προτιμάται από τους αξιωματικούς.
Αναφορά: Σε περίοδο πολέμου η αναφορά γίνεται για να διαπιστωθούν πόσοι και ποιοι χάθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών. Σε περιόδους ειρήνης διαπιστώνεται πόσοι και ποιοι λείπουν αδικαιολογήτως
Αντικούκου: Ουσία που βάζουν στο φαγητό του στρατού για να κατασταλλεί η στύση. Πρόκειται για έναν μύθο που τίνει να εξαληφθεί πλήρως, αφού το φαινόμενο αυτό -όταν εμφανίζεται- οφείλεται είτε σε ψυχολογικούς λόγους, είτε στην κούραση.
Απαλλαγή:Επειδή οι νέοι "απαλλάσουν" τους παλιούς από σκοπιές και αγγαρίες, αναμένονται πως και πως στις μονάδες. Απαλλαγή κάποιου είναι ένας φαντάρος που κατατάχθηκε ένα χρόνο αργότερα, όμως με τη μείωση της θητείας μάλλον θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ο όρος
Βιλαρίμπα: Αγγαρεία πλυσίματος δίσκων
Βρωμοποδαράς: Στρατιώτης πεζικού (συν: τζίτζικας)
Βύσμα: Πρόσωπο των ανωτέρων στρατιωτικών / πολιτικών / θρησκευτικών κλιμακίων που "συμβάλλει"¨στην καλύτερη θητεία του φαντάρου (Συνώνυμα: Μέσο, Άκρη, Πολύμπριζο, Τηλέφωνο, Θείος)
Γ.Τ.Π.Κ. (Γου-του-που-κου): Για τον π...σο καβάλα (αντίστοιχο με το αμερικάνικο FUBAR - Fucked Up Beyond All Recognition)
Γαλομαχίες- pontikomaxies:Τσακωμοί μεταξύ νέων
Γερμανικό: Σκοπιά 02:00-04:00
Γιωτάς: Ο στρατιώτης που έχει σωματική ικανότητα Ι3 ή Ι4, πρακτικά ο έχων πρόβλημα / ο βλαμμένος / η ντακότα
Γκαζώνω:Τον τρέχω, του κάνω τη ζωή δύσκολη
Γκάου: Χαζός
Γκασμαδία: Νήσος Λέσβος
Γκοτζίλα(ς): Κατεψυγμένο στρατιωτικό κρέας
Γκατζολία: Χώρος ευθύνης Δ' ΣΣ (Έβρος)
Γκατζόλι: Το γαϊδούρι στην τοπική διάλεκτο του νομού Έβρου
Γόπινγκ: Περισυλλογή τσιγάρων (αγγαρεία)
Δ.Ε.Α.: Δέν Είμαι Αξιωματικός
Δίκας και Υπόδικας: Ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής
Ηλεκτρόνιο: Αυτός που γυρνάει σαν σβούρα όλη μέρα / που τον "τρέχουν ασύστολα"
Θαλαμοdog ή θαλαμόσκυλο: Ο Θαλαμοφύλακας
K.Ε.Δ.Β.: Κέντρο Εκπαιδεύσεως Δυνατών Βυσμάτων
K.Ε.Υ.Π.: Κέντρο Εκπαίδευσης Υψηλών Προσώπων (θεωρείται βυσματικό)
Kαβαντζώνω: Bάζω στην άκρη, φυλλάω για αργότερα
Καλλιτέχνης: Προσφώνηση φαντάρου
Καναδέζα: Tο όχημα Μ715
Κάπα: Οι μέρες κράτησης (πχ έφαγα σήμερα τέσσερα κάπα)
Καλλιόπη:Η τουαλέτα... ως γνωστόν
Καραβανάς: Χαρακτηρισμός που αποδίδεται στους μόνιμους στρατιωτικούς, συνήθως προχωρημένης ηλικίας και μειωμένης αντίληψης
Καραβάνες: Αγγεία εστιάσεως, μεταλλικά σκεύη στα οποία τρώνε οι φαντάροι όταν βρίσκονται σε άσκηση εκτός στρατοπέδου
Καρακώλι: Στρατο/ναυτο/αερονόμος
Κλάϊν μάϊν (ή απλά "κλάϊν"
: Όταν απλά τα έχεις γράψει όλα στα αρχ... σου
Λελοτουρμπίνες: Χρησιμοποιείται απο τους φαντάρους της ΕΛΔΥΚ και ακολουθεί το "Ακούω...". Πρόκειται για τον ήχο του αεροπλάνου που τους επιστρέφει στην πατρίδα πρίν την απόλυση
Λούγκρα: Εντός του στρατού είναι συνώνυμο του "σαύρα","παρτάκιας". Εκτός στρατού σημαίνει ομοφυλόφιλος (επίσης λουμπίνα)
Λούι:Λοχίας Υπηρεσίας
Λούφα: Η τέχνη ελαχιστοποίησης κατανάλωσης ενέργειας για δραστηριότητα δευτερεύουσας προτεραιότητας
Μ.Π.Α.: Μοίρα Πλήρους Αναπαύσεως
Μασώνος: Γραφέας στο 1ο Γραφείο (υπεύθυνο για άδειες, υπηρεσίες κ.λπ.)
Μαυριτανία: Νήσος Λήμνος
Μαύρος Στρατιώτης: τεθωρακισμένων (λόγω μπερέ)
Μάχιμος: Δραστήριος, επιμελής, ο υπηρετήσας σε μονάδα εκστρατείας
Μποχάλι: Το μπουκάλι στην τοπική διάλεκτο της Κώ
Μποχαλία: Η Κως
Μυτζίθρα: Το MG3
Ντακότα:Το ακριβώς αντίθετο του μάχιμου (ονομασία παλαιών μεταφορικών αεροπλάνων); ντακότα (η) = κηδεία (η) = μπάζο (το)= ο μη μάχιμος / τεμπέλης / αργοκίνητος / ο γραφέας και λοιπές ειδικότητες
Ντελίνας: Ο βασανίζων το πέος του (πυργιότικο γλωσσικό ιδίωμα)
Οκτάγωνο: Τζόκεϊ αξκών και μονίμων υπξκών (από το σχήμα του)
Οπισθογεμής: Πισωγλέντης για το όπλο του πυροβολικού
Ουγκάντα: Σάμος
Π.Α.: Ποτέ Αγγαρεία
Π-Σ-Κ: ΠαρασκευοΣαββατοΚύριακο (Που-Σου-Κού)
Π.Α.Β.Υ.Π.: Παλιοί Ακόμα Βαράνε Υπηρεσίες Περιπόλου
Παλιός: Παλαίουρας (ή λαίουρας), πάλιουρας, παλιοσειρά, αρχαίος, παμπάλαιος
Παρτάλι: Άτομο με μειωμένες προσωπικές φιλοδοξίες (χαμένο παρτάλι). Συνώνυμα: Ο τελειωμένος
Πιλαφάς: Ναύτης
Πιλάφι: Ο αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Προσβολή για όλους τους άλλους αξιωματικούς
Πλοίο της αγάπης: Αναφέρεται στην σκουπιδιάρα, δηλαδή στο όχημα το οποίο χρησιμοποιείται για τη συγκομιδή σκουπιδιών από το στρατόπεδο
Πουλεύω: Απέρχομαι συντόμως. Συνώνυμα: τηγκανά
Ράδιο αρβύλα: Οι αβάσιμες -όπως αποδεικνύεται στο τέλος- πληροφορίες που κυκλοφορούν στα στρατόπεδα.
Τεμάχιο: Στρατιώτης (π.χ.: Λοχία, τσίμπα δυο-τρία τεμάχια και τράβα γι' αποψίλωση στον Γ τομέα)
Στρ(ΜΧ): ΣτρουΜουΧάκι = στρατιώτης ΜηΧανικού
Σ.Φ.Α.: Σχολή Φωτομοντέλων Αυλώνος
Σαύρα: Ο φαντάρος με ιδιαίτερες ικανότητες στην ανίχνευση και χρήση τρυπών για κάλυψη-απόκρυψη από εργασίες
Σκοπάνθρωπος: Σκοπός
Σκοπέτο, σκοπάουα: Σκοπιά
Στρατόκαυλος: Αυτός που κ*λώνει με το στρατό και δείχνει ιδιαίτερο ζήλο στην εκτέλεση παραγγελμάτων και ασκήσεων
Τ/Φ: Τρέξε Φουκαρά
Τάκος: Πρωινή αναφορά που ανακοινώνονται οι ποινές
Ταψίαρχος: Τιμητικός βαθμός στρατιώτη που καθαρίζει ταψιά
Τζετ(έ): Στην εντέλεια
Τζες: Μαλ...ς (γιαννιώτικο ιδίωμα)
Τσάπινγκ: Η αποψίλωση από χόρτα (αγγαρεία)
Τσάτσος: Αναφέρεται στους υποδεκανείς, διότι ο βαθμός είναι τιμητικός και δεν συνοδεύεται από κάποια εκπαίδευση. Θεωρείται δηλαδή ότι τον πήραν με μέσο
Τσατσόσημο: Το Υποδεκανόσημο, βλέπε και παραπάνω
Τυρόπιτα: Το δίκοχο (λόγω σχήματος)
Κοντοσείρια: Φαντάροι παραπλήσιων σειρών
Φι: Οι μέρες φυλακής (πχ έφαγα σήμερα πέντε φι)
Φίδι: Ο τεμπέλης / λουφαδόρος / αργοκίνητος (αυτός που σέρνεται)
Χ.Μ.Σ.: (Χου Μου Σου) Χέσε Μέσα Στρατιώτη / Χώσε Με Στρατιώτη
Χυμείο: Εύκολη Μονάδα (ετοιμ. χύμα)
Χύμα: Εύκολα, ξεκούραστα
Χωσέ κουέρβο: Όταν φτάσεις στην απελπιστική θέση να αντιληφθείς ότι κάποιος ανώτερος φωνάζει το όνομά σου για την επικείμενη άμεση χειρωνακτική εργασία! Κοινώς... χώσιμο.